-
1 προ-θέσμιος
προ-θέσμιος, vorher festgesetzt; ἡ προϑεσμία, sc. ἡμέρα, vorher anberaumter Termin, eine bestimmte Frist, bis zur Verjährung in Geldsachen u. sonst, Plat. Legg. XII, 954 de; προϑεσμίας οὐδεμιᾶς οὔσης τῷ κινδύνῳ, Lys. 7, 17; ἀδικημάτων, Verjährung, 13, 83 u. öfter; Aesch. 1, 39; Dem. 38, 27, ὡς εἰκοστῷ λαγχάνειν ἔτει δίκαιόν ἐστι, τοῠ νόμου πέντε ἔτη τὴν προϑεσμίαν δεδωκότος; Sp., προϑεσμίας ὁρίζεσϑαι, Termin festsetzen, Luc. Nigr. 27.
-
2 πεντηκονθ-ήμερος
πεντηκονθ-ήμερος, funfzigtägig, προϑεσμία, D. Hal. 2, 57.
-
3 ὅρισις
-
4 ἐξ-ήκω
ἐξ-ήκω, auskommen, bis zu Ende gehen; ὁδόν;Soph. El. 1310; sich bis wohin erstrecken, πανταχόσε καὶ δεῠρ' ἐξήκει Plat. Epin. 987 a; οὐκ ἐξῆκον ἑκεῖσε ἀεί; οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Rep. VII, 530 e, sich worauf beziehen; wohin gelangen, Soph. Tr. 1147; ἅλις, ἵν' ἐξήκεις δακρύων, du hast genug geweint, O. R. 1515. – Von der Zeit, vergangen sein, vorbei sein, Her. 2, 111. 6, 69; πρὶν ἐξήκειν αὐτῷ τὴν ἀρχήν Plat. Legg. VI, 766 c; ἡ προϑεσμία ἐξήκει Dem. 43, 16, im Gesetz; Xen. An. 6, 1, 26; ὅταν το κακὸν ἐξήκῃ τόδε, wenn es vorübergegangen, Soph. Phil. 756; τὰ πάντ' ἂν ἐξήκοι σαφῆ, in Erfüllung gehen, O. R. 1182, wie auch sonst von Orakeln u. Träumen, Her. 1, 120. 6, 80.
-
5 ἐξήκω
ἐξ-ήκω, auskommen, bis zu Ende gehen; sich bis wohin erstrecken; οὐκ ἐξῆκον ἑκεῖσε ἀεί; οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν, sich worauf beziehen; wohin gelangen; ἅλις, ἵν' ἐξήκεις δακρύων, du hast genug geweint. Von der Zeit: vergangen sein, vorbei sein; ἡ προϑεσμία ἐξήκει, im Gesetz; ὅταν το κακὸν ἐξήκῃ τόδε, wenn es vorübergegangen; τὰ πάντ' ἂν ἐξήκοι σαφῆ, in Erfüllung gehen, wie auch sonst von Orakeln u. Träumen -
6 προθέσμιος
προ-θέσμιος, vorher festgesetzt; ἡ προϑεσμία, sc. ἡμέρα, vorher anberaumter Termin, eine bestimmte Frist, bis zur Verjährung in Geldsachen; ἀδικημάτων, Verjährung; προϑεσμίας ὁρίζεσϑαι, Termin festsetzen
См. также в других словарях:
προθεσμία — προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθέσμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc/acc dual προθεσμίᾱ , προθεσμία day appointed beforehand fem nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίᾳ — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμία — η, ΝΜΑ προκαθορισμένο χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πρέπει να γίνει κάτι, διορία («σήμερα λήγει η προθεσμία υποβολής φορολογικών δηλώσεων») νεοελλ. 1. (πολ. δίκ.) χρονικό διάστημα ορισμένο ή δυνάμενο να οριστεί, εντός τού οποίου ή μετά την… … Dictionary of Greek
προθεσμία — η ορισμένο χρονικό διάστημα για κάτι, διορία: Έληξε η προθεσμία των εγγραφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθεσμίας — προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem acc pl προθεσμίᾱς , προθέσμιος fem gen sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem acc pl προθεσμίᾱς , προθεσμία day appointed beforehand fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίαι — προθεσμίᾱͅ , προθέσμιος fem dat sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱͅ , προθεσμία day appointed beforehand fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προθεσμίαν — προθεσμίᾱν , προθέσμιος fem acc sg (attic doric aeolic) προθεσμίᾱν , προθεσμία day appointed beforehand fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Професмия — • Προθεσμία, см. Iudicium, Судопроизводство, 6 … Реальный словарь классических древностей
προθεσμιῶν — προθεσμία day appointed beforehand fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσβεση — Όρος που χρησιμοποιείταιμε διάφορες σημασίες σε διάφορους κλάδους, όπως η λογιστική, η οικονομία, η δημοσιονομία και το εμπορικό δίκαιο. Α. ενός χρέους είναι τρόπος τμηματικής επιστροφής του οφειλόμενου ποσού, ο οποίος βασίζεται στην καταβολή… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek